- σκολιοπλόκαμος
- σκολῐο-πλόκᾰμος, ον,A with twisted locks or curls, Nonn.D.26.65.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκολιοπλόκαμος — ον, MA αυτός που έχει συνεστραμμένους πλοκάμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «λοξός, στρεβλός» + πλόκαμος] … Dictionary of Greek
σκολιοπλοκάμων — σκολιοπλόκαμος with twisted locks masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)